- κόνιδα
- κονίδα [-ις (-ίδος)] η гнида
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κόνιδα — κόνιδα, η και κονίδα, η αβγό της ψείρας, του κοριού, του ψύλλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόνιδα — και κονίδα, η (ΑM κονίς, ίδος, Μ και κόνιδα) αβγά ψείρας, ψύλλου ή κοριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κονίς, ίδος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *knid «ψείρα, αβγό ψείρας» (το ο τού τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολ. επίδραση τής λ. κόνις «σκόνη») και συνδέεται με… … Dictionary of Greek
κονυδιάζω — [κόνιδα] γεμίζω κόνιδα … Dictionary of Greek
κονιδάτος — κονιδᾱτος, η, ον (Μ) μικρός σαν κόνιδα, σαν ψείρα («σὺ ψηφίζεις φάβατα και γράφεις κονιδάτα» γράφεις γράμματα μικρά σαν κόνιδα, Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνιδα + κατάλ. άτος (πρβλ. καρυδ άτος, χνουδ άτος)] … Dictionary of Greek
κονιδιάρης — α, ικο (Μ κονιδιάρης, α, ικο) γεμάτος κόνιδα, ψειριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνιδα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης, ψειρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
Liste kretischer Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
κονίς — κονίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. κόνιδα … Dictionary of Greek
κονιδία — κονιδία, ἡ (Μ) [κόνιδα] ψείριασμα … Dictionary of Greek
κονιδιάζω — ιασα, κονιδιασμένος, η, ο, αμτβ., γεμίζω κόνιδα, ψειριάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονιδιάρης, -α, -ικο — ο γεμάτος κόνιδα, κονιδιασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)